ταχύνουσαν

ταχύνουσαν
ταχύ̱νουσαν , ταχύνω
make quickly
pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ταχύνω — ΝΑ [ταχύς] επισπεύδω, επιταχύνω (α. «τάχυνε το βήμα σου» β. «κάλην τάπετον χερσί ταχύνατε», Σοφ.) αρχ. 1. (αμτβ.) α) ενεργώ με ταχύτητα, είμαι ταχύς («καὶ τὸ ταχύνειν δὲ ὅπου φθάσαι δέος», Ξεν.) β) εμφανίζομαι, έρχομαι πρόωρα («ταχύνουσαν ἤ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”